ἀραχνῶν

ἀραχνῶν
ἀράχνη
spider's web
fem gen pl
ἀράχνης
spider
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαρμάγκα — η 1. κοινή ονομασία δηλητηριωδών αραχνών και γενικά τών αραχνών με μακριά και λεπτά πόδια, αλλ. μαύρο ή χοντρό σφαλάγγι 2. φρ. α) «θα σέ φάει η μαρμάγκα» λέγεται ως απειλή β) «τό φάγε η μαρμάγκα» εξαφανίστηκε, καταστράφηκε, χάθηκε …   Dictionary of Greek

  • μυγαλή — Όνομα διάφορων γιγαντιαίων αραχνών της οικογένειας των αβικουλαριδών της τάξης των αραχνιδών. Οι μ. ζουν στις περιοχές με τροπικό κλίμα και είναι πολυάριθμες κυρίως στη Νότια Αμερική. Ένα από τα μεγαλύτερα είδη είναι η μ. ή αβικουλαρία (mygale ή… …   Dictionary of Greek

  • паоучинъ — (1*) пр. к паѹкъ: да не ѹбо ткань˫а паѹчина приносимъ на паволокѹ ц(с)рьскѹ. (τῶν ἀραχνῶν) ПНЧ к. XIV, 102а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • MARINUM Vellus — in Glossis Πίννινον, de quo Tertullian. de Pall. c. 3. Nam et de mari vellera, quo muscosae lanositatis lautiores conchae comant: pinnae est scu conchae margaritiferae lana, quam ut hirsutam et villosam describunt prisci Scriptores, Androsthenes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PINNICUM seu PINNINUM — Graece Πιννικὸν seu Πίννινον, aliquando pro margarita, ut vidimus supra, in voce Pinna: nonnumquam pro lanugine, qua pinnae comant, quamque vellus marinum vocat Tertullian. de Pallio, c. 3. Graeci etiam πίννινον ἔριον et πιννικὸν dicunt. Unde… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άτυπος — (atypus). Γένος αρθροπόδων αραχνών της οικογένειας των ατυπιδών. Ζουν στις εύκρατες περιοχές της Ευρώπης και της Αμερικής. Κατασκευάζουν τη φωλιά τους μέσα στη γη δίνοντάς της μορφή σωληνοειδούς στοάς και έπειτα την υφαίνουν. Καταστρέφουν όμως τα …   Dictionary of Greek

  • ακάρεα — (acari). Τάξη αραχνιδίων με κεφαλοθώρακα που δεν διαχωρίζεται από την κοιλιά και με στοματικό σύστημα που φέρει ρύγχος διαμορφωμένο ανάλογα με την τροφή τους. Τα α. που ζουν ελεύθερα τρέφονται με οργανικά υπολείμματα· τα α. που ζουν ως παράσιτα… …   Dictionary of Greek

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

  • δικτυνίδες — οι οικογένεια λαβιδογνάθων αραχνών με ζωηρόχρωμο σώμα …   Dictionary of Greek

  • δυσδερίδες — οι ζωολ. οικογένεια αραχνοειδών που περιλαμβάνει 250 είδη μεγάλων αραχνών με ζωηρούς ομοιόμορφους χρωματισμούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”